αντίσπορος

αντίσπορος
ο (Μ ἀντίσπορος)
1. το ποσό της παραγωγής —που έχει οριστεί εκ των προτέρων— το οποίο δίνει ως αμοιβή στον ιδιοκτήτη ενός κτήματος αυτός που έχει αναλάβει να το καλλιεργεί
2. η καλλιέργεια ενός αγρού με συμφωνία για τον αντίσπορο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”